ζωγράφισμα

ζωγράφισμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζωγράφισμα" в других словарях:

  • ζωγράφισμα — το, ατος 1. το να ζωγραφίζει κάποιος: Αυτό το παιδί ασχολείται ώρες με το ζωγράφισμα. 2. έργο ζωγραφικής, εικόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωγράφισμα — το [ζωγραφίζω] 1. η πράξη τού ζωγραφίζω, η ζωγράφιση 2. έργο ζωγραφικής, εικόνα, ζωγράφημα …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ζουγράφισμα — το ζωγράφισμα …   Dictionary of Greek

  • ζωγράφημα — το (Α ζωγράφημα) [ζωγραφώ] το αποτέλεσμα τού ζωγραφώ), ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής νεοελλ. η ενέργεια τού ζωγραφώ, το ζωγράφισμα …   Dictionary of Greek

  • ζωγράφησις — ζωγράφησις, ή (Α) [ζωγραφώ] επιγρ. η ενέργεια τού ζωγραφώ, το ζωγράφισμα …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος] νεοελλ. 1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφικός — ή, ό (AM ζωγραφικός, ή, όν) [ζωγράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά») 2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική (ενν. τέχνη) μία από τις εικαστικές τέχνες,… …   Dictionary of Greek

  • ρυπαρογραφία — η / ῥυπαρογραφία, ΝΜ [ῥυπαρογράφος] νεοελλ. 1. η συγγραφή ρυπαρογραφημάτων 2. το ρυπαρογράφημα μσν. το ζωγράφισμα ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • Πεγκού — Πόλη της Βιρμανίας, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Είναι κέντρο αγροτικής περιοχής με ρυζόμυλους, εργοστάσια ξυλουργικής και βιοτεχνίες παραγωγής μπρούντζινων και πήλινων αγαλμάτων. Η Π. είναι τόπος προσκυνήματος των βουδιστών. Η πόλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • σέκο — Γράφεται και σέκκο. Τεχνική ζωγραφική, γνωστή κυρίως ως ξηρογραφία, πάνω σε ειδικά προετοιμασμένο καιτελείως στεγνό επίχρισμα τοίχου. Το σ. είναι αντίθετο του φρέσκο (νωπογραφία), στο οποίο το επίχρισμα χρησιμοποιείται νωπό ακόμα. Στο γυμνό τοίχο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»